-
1 молодёжь
молодёжь ж η νεολαία· учащаяся \молодёжь η σπουδάζουσα νεολαία* * *жη νεολαίαуча́щаяся молодёжь — η σπουδάζουσα νεολαία
-
2 учащийся
учащ||ийся1. прич.:\учащийсяаяся молодежь ἡ σπουδάζουσα νεολαία, οἱ σπουδαστές·2. м ὁ σπουδαστής/ ὁ μαθητής (школьник)/ ὁ φοιτητής (студент):спектакль для \учащийсяихся ἡ θεατρική παράσταση γιά τους μαθητές.